- μάαρ
- Μικρός εκρηξιγενής κρατήρας σε σχήμα χοάνης ή κυλίνδρου που δημιουργήθηκε στην επιφάνεια της Γης από μια έντονη έκρηξη αερίων που δεν συνοδεύτηκε από έκχυση λάβας. Το μ. περιβάλλεται συνήθως από ένα ανάχωμα με θραύσματα πετρωμάτων και μερικές φορές μπορεί να γεμίσει νερό και να σχηματίσει μια κυκλική λίμνη. Το μέγεθος των μ. παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να φτάσει τα 3.200 μ. σε διάμετρο και τα 300-400 μ. σε βάθος. Πολλά μ. υπάρχουν στο Άιφελ της Γερμανίας, στην Οβέρνη και στην Ιταλία (στην περιοχή της Ρώμης κ.α.). Τα μ. ονομάζονται επίσης και ηφαίστεια αερίων.
* * *τογεωλ. μικρός κρατήρας που έχει δημιουργηθεί από ηφαιστειακή έκρηξη χαμηλής θερμοκρασίας και δεν συνδέεται με έναν ηφαιστειακό κώνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. maar].
Dictionary of Greek. 2013.